Dictionary of Greek. 2013.
σακελίζω — και σακκελίζω ΝΜΑ [σακ(κ)ελ(λ)ιον] στραγγίζω, σουρώνω νεοελλ. (κυρίως) στραγγίζω τα μακαρόνια ή άλλα ζυμαρικά στο σουρωτήρι … Dictionary of Greek